утрудить - translation to πορτογαλικά
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

утрудить - translation to πορτογαλικά


утрудить      
dar trabalho ; (побеспокоить) incomodar , importunar
- Mas, Excelência... - disse Acaqui Acaquievich, esforçando-se por reunir a pouca força que encerrava a sua alma e sentindo que transpirava de modo atroz. - Eu, Excelência, atrevi-me a apresentar-me directamente, porque os tais secretários... é gente em que se não pode confiar...      
"Но, ваше превосходительство", сказал Акакий Акакиевич, стараясь собрать всю небольшую горсть присутствия духа, какая только в нем была, и чувствуя в то же время, что он вспотел ужасным образом: "я ваше превосходительство осмелился утрудить потому, что секретари того... ненадежный народ..."

Ορισμός

утрудить
УТРУД'ИТЬ, утружу, утрудишь, ·совер.утруждать
), кого-что (·книж. ). Причинить кому-нибудь беспокойство, труд, затруднить кого-нибудь, отнять время у кого-нибудь. "Простите, что так утрудили вас своим присутствием." Гоголь.